θεοφίλιον

θεοφίλιον
θεοφίλ-ιον, τό,
A eyesalve invented by Theophilus, Aët.7.115, Alex.Trall.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεοφίλιον — θεοφίλιον, τὸ (AM) φάρμακο που επινόησε ο γιατρός θεόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θεόφιλος] …   Dictionary of Greek

  • θεοφίλιον — eyesalve invented by Theophilus neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”